Μια γενική περιγραφή του νομοθετικού κύκλου της ΕΕ είναι απαραίτητη για τη σωστή αξιολόγηση του ειδικού βάρους κάθε φάσης και της εμπλοκής των ομάδων συμφερόντων σε αυτή.
Η εισαγωγή εντελώς νέων στοιχείων στο νομοθετικό κύκλο με απόφαση – τις περισσότερες φορές – των εθνικών ηγετών που μετέχουν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι κάτι που συμβαίνει περιστασιακά. Η συντριπτική πλειοψηφία του νομοθετικού έργου της ΕΕ αφορά την αναθεώρηση, σύμπτυξη ή/και απλοποίηση της υπάρχουσας νομοθεσίας ή νέες νομοθετικές προτάσεις που προκύπτουν από την ανάγκη κάλυψης κενών στην υπάρχουσα νομοθεσία ή από την ανάδυση νέων θεματικών μέσα από αυτήν.
Οι πέντε φάσεις του κύκλου είναι:
1. Ο πενταετής και ετήσιος σχεδιασμός του νομοθετικού προγράμματος από την πολιτική και διοικητική ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή αλλιώς ο καθορισμός της νομοθετικής ατζέντας
2. Η διαδικασία σύνταξης της κάθε συγκεκριμένης νομοθετικής πρότασης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
3. Η διαδικασία απόρριψης[1] ή τροποποίησης και έγκρισης της νομοθετικής πρότασης της Επιτροπής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κι από το Συμβούλιο της ΕΕ (που αποκαλείται αλλιώς το Συμβούλιο των υπουργών). Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν πρώτα καθένα τη δική του λίστα τροπολογιών πάνω στην πρόταση της Επιτροπής και στη συνέχεια διαπραγματεύονται μεταξύ τους στo πλαίσιo των «τριλόγων »[2] ώστε να καταλήξουν στο τελικό νομοθέτημα
4. Η εφαρμογή της νομοθεσίας μέσω : α) των εφαρμοστικών διατάξεων που αποφασίζονται σε επίπεδο ΕΕ, β) της μεταφοράς της στην εθνική έννομη τάξη μέσω εθνικού νόμου σε περίπτωση που πρόκειται για Οδηγία και γ) της συγκεκριμένης δράσης των εθνικών διοικήσεων
5. Η αξιολόγηση της νομοθεσίας διενεργείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε διαβούλευση με τα κράτη-μέλη και τις ομάδες συμφερόντων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, από την αξιολόγηση αυτή προκύπτουν τα κύρια σημεία της επόμενης αναθεώρησης της νομοθεσίας ή τα βασικά στοιχεία μια νέας νομοθεσίας
[1] Εξαιρετικά σπάνια
[2] Οι τρίλογοι είναι μια σειρά διαπραγματευτικών συναντήσεων μεταξύ εκπροσώπων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (από τρεις μέχρι πολλές δεκάδες συναντήσεις) με την παρουσία και εκπροσώπων της Επιτροπής οι οποίοι παίζουν διαμεσολαβητικό ρόλο.