MKO: η κατεξοχήν «Κοινωνία των Πολιτών»

Οι ΜΚΟ αποτελούν τον κύριο όγκο των μη εταιρικών συμφερόντων που εκπροσωπούνται στην ΕΕ. Το Μητρώο διαφάνειας κατατάσσει στην κατηγορία αυτή όλες τη μη κρατικές οργανώσεις που δεν εκπροσωπούν τα συμφέροντα κερδοσκοπικών οργανώσεων (εταιρειών).

Η χρήση του όρου «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» (ΜΚΟ) άρχισε να εξαπλώνεται μετά την αναφορά του στο άρθρο 71 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που υιοθετήθηκε το 1945. Η αναφορά αυτή ήταν η κατάληξη μιας ιστορικής πορείας που άρχισε στη Βρετανία του 18ου αιώνα με την ίδρυση διαφόρων φιλανθρωπικών οργανώσεων αλλά και της «Εταιρείας για την Κατάργηση του Δουλεμπορίου» (1787) και συνεχίστηκε με τις γαλλικές associations που αναγνωρίστηκαν από το κράτος με νόμο του 1901.

Στην ΕΕ εκπροσωπούνται σήμερα όλα τα διαφορετικά είδη ΜΚΟ που αναπτύχθηκαν κατά διάρκεια της Ιστορίας: πρώτα οι οργανώσεις αρωγής / ανθρωπιστικής βοήθειας, στη συνέχεια οι οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα κι έπειτα οι περιβαλλοντικές και φεμινιστικές οργανώσεις και οι ενώσεις καταναλωτών. Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο άρχισαν να εμφανίζονται στις αναπτυγμένες δυτικές δημοκρατίες και οργανώσεις για την ανάπτυξη του τρίτου κόσμου (development), αλλά και κάποιες μη κυβερνητικές «κοινωνικές» δομές που στόχο έχουν να συνδράμουν αλλά και να διευρύνουν το Κράτος Πρόνοιας (πχ. οι οργανώσεις μέλη του ευρωπαϊκού δικτύου Solidar).

Όλες οι παραπάνω οργανώσεις μπορούν να θεωρηθούν ως οργανώσεις που στόχο έχουν την υπεράσπιση του γενικού συμφέροντος, αφού δρουν εξ ονόματος σχεδόν οικουμενικών ή ξεκάθαρα πλειοψηφικών συνόλων: οι «άνθρωποι», οι «γυναίκες», ο «πλανήτης», οι «καταναλωτές», η «κοινωνία» κλπ. Ως οργανώσεις γενικού συμφέροντος μπορούν να θεωρηθούν κι αυτές που έχουν  εξειδικευμένους, αλλά οικουμενικής αποδοχής στόχους: υπέρ της διαφάνειας, κατά της διαφθοράς, κατά της μαφίας, υπέρ της «φορολογικής δικαιοσύνης» κλπ.

Από την άλλη, υπάρχουν και δραστηριοποιούνται και σε επίπεδο ΕΕ και οργανώσεις που υπερασπίζονται και συγκεκριμένα υποσύνολα της κοινωνίας όπως πχ. η AGE Europe που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των ηλικιωμένων, η Eurochild για τα δικαιώματα των παιδιών ή συγκεκριμένες κοινότητες όπως πχ. το European Roma Grassroots Organisations Network.

Υπάρχουν επίσης MKO που υπερασπίζονται συγκεκριμένες ιδεολογίες και σκοπούς, όπως η ευρωπαϊστική οργάνωση European Movement International, το κίνημα «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης» Attac ή οργανώσεις που προωθούν την «αλληλέγγυα οικονομία». Τέλος,  υπάρχουν και οργανώσεις που εκπροσωπούν τόσο συγκεκριμένες κοινότητες όσο και μια συγκεκριμένη ιδεολογία, όπως πχ. η «Ευρωπαϊκή Ένωση Εβραίων Φοιτητών».  

H σημαντικότερη πηγή χρηματοδότησης των ΜΚΟ σήμερα είναι τα «φιλανθρωπικά τραστ»  (Charitable Trusts), μια νομική κατασκευή που επιτρέπει σε πλήθος χρηματοδοτήσεων να μοιράζονται με βάση τις σταθερές και σχεδόν αφορολόγητες προσόδους από μεγάλες καταθέσεις που γίνονται από ορισμένες βαθύπλουτες οικογένειες ανά το κόσμο. Δεύτερη κατά σειρά πηγή χρηματοδότησης που αφορά το ένα τρίτο περίπου των χρηματοδοτήσεων των ΜΚΟ, είναι αυτή που παρέχεται από διάφορους κρατικούς ή διακρατικούς δημόσιους φορείς. Μικρή μειοψηφία αποτελούν οι ΜΚΟ αυτές που επιλέγουν ως βασική τους χρηματοδότηση τις εισφορές των μελών τους (πχ. η Greenpeace ή η Διεθνής Αμνηστία και οι Γιατροί χωρίς Σύνορα).  

Μόνο μία ΜΚΟ (το Ευρωπαϊκό Περιβαλλοντικό Γραφείο, ΕΒΒ) ανήκει στα 30 μεγαλύτερα λόμπι σε επίπεδο ΕΕ. Στον παρακάτω πίνακα, παραθέτουμε τις 5 μεγαλύτερες ως απτά παραδείγματα της κατηγορίας αυτής. Ανάμεσά τους έχουμε τρεις περιβαλλοντικές οργανώσεις, μία ένωση καταναλωτών και μια οργάνωση εκπροσώπησης της νεολαίας:

Μη κυβερνητική οργάνωση

Ετήσια έξοδα λόμπινγκ (εκ. €)

Λομπίστες

Κάρτες εισόδου ΕΚ

Συναντήσεις με Επιτροπή 2014-2024

Mέλος σε expert groups

1.     EEB

7,4

65

34

160

47

2.     CAN Europe

3.5

49

17

151

11

3.     WWF

2,9

32

12

226

26

4.    European Youth Forum

2,9

29

8

61

2

5.    BEUC

2,9

37

36

273

46

 

Τα στελέχη των ΜΚΟ στις Βρυξέλλες, συχνά αποκαλούν τις οργανώσεις τους και «Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών» (Civil Society Organisations, CSOs). Ενώ ο ορισμός της «Κοινωνίας των Πολιτών» που δίνεται στη Λευκή Βίβλο για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση του 2001 (υποσημείωση 9) περιλαμβάνει και τις οργανώσεις που εκπροσωπούν εταιρικά συμφέροντα, και παρότι η συμπερίληψη τους αυτή έπαιξε βασικό ρόλο στην ηθική νομιμοποίηση του λόμπινγκ τους στην ΕΕ[1], όταν τα στελέχη των γραφείων των ευρωβουλευτών ή της Ευρωπαϊκή Επιτροπής κάνουν λόγο για «οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών», συνήθως αναφέρονται στις ΜΚΟ ως κάτι το διακριτικό από τις οργανώσεις που εκπροσωπούν οικονομικά συμφέροντα. Στην καθομιλουμένη (jargon) της ευρωπαϊκής γειτονιάς των Βρυξελλών, γίνεται συχνή αναφορά στην «κοινωνία των πολιτών» (civil society) και στη «βιομηχανία» (industry)[2], ως δύο διακριτούς και συχνά ανταγωνιστικούς πόλους με τους οποίους η ΕΕ οφείλει να συνδιαλέγεται. Όταν συμβαίνει οι δύο αυτοί πόλοι να συμφωνούν, τότε αυτό είναι ένα πρώτης τάξης επιχείρημα ότι η ΕΕ πρέπει να υλοποιήσει αυτό πάνω στο οποίο υπάρχει η δυσεύρετη αυτή συμφωνία.

Στο έργο του, o Αντόνιο Γκράμσι βλέπει την κοινωνία των πολιτών ως κάτι το ενιαίο που περιλαμβάνει τόσο τις οργανώσεις που εκπροσωπούν άμεσα το κεφάλαιο όσο και τις υπόλοιπες.  Θεωρεί δε ότι η ηγεμονία των καπιταλιστών (δηλαδή των διοικητών και ιδιοκτητών των εταιρειών)  μέσα σε αυτή την ενιαία κοινωνία των πολιτών είναι βασικός όρος της πολιτικής κυριαρχίας τους[3].

Η πορεία της ΕΕ μακριά από τα ηπειρωτικά νέο-κορπορατίστικα  μοντέλα και προς τον αγγλοσαξονικό πλουραλισμό σήμαινε ότι οι «κοινωνικοί εταίροι» (συνδικάτα κι εργοδοτικές ενώσεις) έχασαν τον κεντρικό ρόλο που είχαν στα εθνικά συστήματα προς όφελος ενός συνονθυλεύματος οργανώσεων του κεφαλαίου αλλά κι ενός πλήθους ΜΚΟ σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίες ενστερνίζονται στον έναν ή στον άλλο βαθμό την ηγεμονεύουσα ιδεολογία και σε κάθε περίπτωση σπάνια αποτελούν φορείς μια ανταγωνιστικής προς αυτή ιδεολογίας. Αν δούμε την εξέλιξη αυτή ως ένα γκραμσιανό «πόλεμο θέσεων», τότε σίγουρα θα την ερμηνεύσουμε ως μια διαδικασία κατάληψης καλύτερων θέσεων από τις πολυεθνικές εταιρείες και άρα μια διαδικασία ενίσχυσης της πολιτικής ηγεμονίας τους.

Ο Ντάνιελ Γκεγκέν, ο γνωστότερος από τους βετεράνους λομπίστες των Βρυξελλών[4] εξέδωσε πρόσφατα βιβλίο στο οποίο περιγράφει το πεδίο του λόμπινγκ ενώπιον της ΕΕ ως ένα πεδίο σύγκρουσης βασικά ανάμεσα στις «βιομηχανίες» και τις ΜΚΟ[5].

Η εξέλιξη συγκεκριμένων νομοθετικών φακέλων (Οδηγία για την Εταιρική Δέουσα Επιμέλεια, Νόμος για την Αποκατάσταση της Φύσης κα.) δείχνει ότι ενώ σε απόλυτους όρους οι ΜΚΟ έχουν πολύ μικρότερη επιρροή από τις εταιρείες, σε σχέση με τους πόρους που διαθέτουν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πιο αποτελεσματικές : καταφέρνουν να πείσουν τους λήπτες αποφάσεων για πράγματα πάνω στα οποία βρίσκονται σε ξεκάθαρα μειοψηφική θέση ανάμεσα στις φωνές που ακούγονται τις Βρυξέλλες. Αυτό συμβαίνει γιατί το μήνυμα τους είναι με πιο φυσικό τρόπο συμβατό με τη λογική του γενικού συμφέροντος που θα πρέπει πάντα τελικά να διέπει την επίσημη επικοινωνία της ΕΕ αλλά και την επί μέρους επικοινωνία συγκεκριμένων αξιωματούχων της, όπως πχ. των διαφόρων ευρωβουλευτών.

Οι ΜΚΟ μπορεί να είναι προτιμότερος αντίπαλος για τις πολυεθνικές εταιρείες από το να είχαν απέναντί τους ισχυρά και καλά οργανωμένα συνδικάτα που να προωθούν ένα εναλλακτικό σχέδιο κοινωνίας, αλλά ο βαθμός αυτονόμησης των στελεχών, ιδίως των περιβαλλοντικών οργανώσεων, από τους χρηματοδότες τους και ο ενθουσιασμός με τον οποίο κάνουν τη δουλειά τους, ενώ πληρώνονται πολύ λιγότερο από τους συναδέλφους τους των πολυεθνικών είναι κάτι που μπορεί συχνά να εκνευρίσει λομπίστες όπως ο Γκέγκεν αλλά και πολιτικές δυνάνεις που αυτοπροβάλλονται ως «φιλο-επιχειρηματικές» (pro-business).

Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα χρησιμοποίησε πολιτικά το Qatargate για να πιέσει στην κατεύθυνση της συμπερίληψης ειδικών διατάξεων για τον περιορισμό της χρηματοδότησης των ΜΚΟ από το εξωτερικό της ΕΕ στη νομοθετική πρόταση της Κομισιόν για την εκπροσώπηση ξένων συμφερόντων στην ΕΕ[6],  αλλά και υπέρ της υιοθέτησης μέτρων που εντείνουν την ανισομέρεια όσο αφορά το βαθμό λεπτομέρειας των πληροφοριών χρηματοδότησης που απαιτούνται από τις ΜΚΟ σε σχέση με τις οργανώσεις που εκπροσωπούν εμπορικά συμφέροντα. Το πρώτο προτεινόμενο μέτρο αποτελεί πηγή ανησυχίας για ένα μεγάλο αριθμό των ΜΚΟ που λαμβάνουν σημαντικό μέρος τη χρηματοδότησής τους από βορειοαμερικανικά ιδρύματα ή και αμερικανικούς κρατικούς φορείς, όπως η USAID.

 

[1] Michel, Hélène. « La « société civile » dans la « gouvernance européenne ». Éléments pour une sociologie d’une catégorie politique », Actes de la recherche en sciences sociales, vol. 166-167, no. 1-2, 2007, pp. 30-37.

[2] Ο όρος αυτός περιλαμβάνει όλες τις οργανώσεις που εκπροσωπούν τις εταιρείες και τους εργοδότες και κατεξοχήν μάλιστα τις μεγάλες εταιρείες, καθώς όταν πρόκειται για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αναφέρονται ως τέτοιες.

[3] Gramsci, Antonio. Guerre de mouvement et guerre de position. Textes choisis et présentés par Razmig Keucheyan. La Fabrique Éditions, 2012

[4] Ξεκίνησε εκπροσωπώντας του Γάλλους παραγωγούς ζαχαρότευτλων και τις τελευταίες δεκαετίες δουλεύει κυρίως για τη χημική βιομηχανία μέσα από τη συμβουλευτική του, EPPA.

[5]  Daniel Guéguen, European Lobbyists: NGOs Vs Industries, Anthemis, Brussels, 2023

[6] Πρόταση για Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση εναρμονισμένων απαιτήσεων στην εσωτερική αγορά σχετικά με τη διαφάνεια της εκπροσώπησης συμφερόντων που διενεργείται για λογαριασμό τρίτων χωρών και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 [COM/2023/637 final]