Η εκπροσώπηση συμφερόντων στην ΕΕ δομήθηκε λοιπόν με βάση το πλουραλιστικό πρότυπο λόμπινγκ των ΗΠΑ. Υπήρχε όμως μία σημαντική διαφορά : το λόμπινγκ στις ΗΠΑ υπόκειται από το 1946 σε ειδικό νόμο που προβλέπει την υποχρεωτική δήλωση των δραστηριοτήτων επηρεασμού του Κογκρέσου σε ειδικό Μητρώο (Federal Regulation of Lobbying Act). Το 1995, το νομοθετικό πλαίσιο αυστηροποιήθηκε καλύπτοντας και το λόμπινγκ προς την εκτελεστική εξουσία (κυβέρνηση/υπουργεία) και καθιερώνοντας συγκεκριμένους μηχανισμούς ελέγχου της συμμόρφωσης κι επιβολής του νόμου μέσω ποινών. Η πρώτη ποινή φυλάκισης επιβλήθηκε στο λομπίστα Jack Ambramoff το 2006, μεταξύ άλλων για ελλιπή δήλωση των πελατών του.
Στην ΕΕ, το λόμπινγκ αναπτύχθηκε μέσα σε συνθήκες απόλυτης αδιαφάνειας και έλλειψης ρυθμιστικού πλαισίου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Το 2005, ο Εσθονός επίτροπος Σίιμ Κάλας ξεκίνησε την λεγόμενη Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Διαφάνειας, η οποία κατέληξε στη δημιουργία ενός προαιρετικού Μητρώου Διαφάνειας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2008. Στο Μητρώο αυτό προστέθηκε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2011 και τυπικά και το Συμβούλιο της ΕΕ το 2021. To 2014, με διοικητικές αποφάσεις του νέου τότε προέδρου της Επιτροπής Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ, απαγορεύτηκε στους Γενικούς Διευθυντές της Επιτροπής, στους Επιτρόπους και στα μέλη των γραφείων τους να συναντιούνται με εκπροσώπους οργανώσεων που δεν έχουν εγγραφεί στο Μητρώο. Με αυτό τον τρόπο το Μητρώο έγινε de facto υποχρεωτικό και παρατηρήθηκε μια μεγάλη αύξηση στις εγγραφές οργανώσεων. Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άρχισε να δημοσιεύει για πρώτη φορά στοιχεία πάνω στις συναντήσεις γενικών διευθυντών, επιτρόπων και των γραφείων τους με λόμπι. Ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι και ΜΚΟ άρχισαν αμέσως να χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία αυτά για την παραγωγή στατιστικών.
Η Διοργανική Συμφωνία του 2021 για το Μητρώο Διαφάνειας δηλώνει την πρόθεση των θεσμών «να καταστεί το Μητρώο υποχρεωτικό με τη θέσπιση, μέσω επιμέρους αποφάσεων που εκδίδονται από καθένα από τα υπογράφοντα θεσμικά όργανα, μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος που ανάγουν την εγγραφή των εκπροσώπων ομάδων συμφερόντων στο Μητρώο σε απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση ορισμένων ειδών δραστηριοτήτων εκπροσώπησης ομάδων συμφερόντων». Ο υποχρεωτικός αυτός χαρακτήρας αφορά τη μη δυνατότητα έκδοσης μόνιμης κάρτας εισόδου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή τη μη δυνατότητα οργάνωσης διμερών συναντήσεων τους επικεφαλής της Επιτροπής σε περίπτωση μη εγγραφής, αλλά δεν αφορά – όπως στις ΗΠΑ – το ενδεχόμενο ποινικής δίωξης σε περίπτωση παραβίασης του κώδικα δεοντολογίας ή ελλιπούς ή παραπλανητικής δήλωσης οικονομικών ή άλλων στοιχείων. Η ποινή σε περίπτωση παραβίασης παραμένει ίδια από το 2008 : αποπομπή από το Μητρώο και άρα (από το 2014) απώλεια της δυνατότητας οργάνωσης συναντήσεων. Η ποινή αυτή έχει ήδη εφαρμοστεί με προσωρινό χαρακτήρα ενάντια στους λομπιστές της Monsanto και της Amazon και με σχετικά μόνιμο τρόπο ενάντια στους εκπροσώπους ρωσικών συμφερόντων από την έναρξη του ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το 2022.
Παρόλη τη συνεχιζόμενη απουσία υιοθέτησης «σκληρής» νομοθεσίας ρύθμισης του λόμπινγκ στην ΕΕ, τα παραπάνω μέτρα έχουν οδηγήσει σε μία αρκετά ικανοποιητική κάλυψη των ενεργών ομάδων συμφερόντων από το Μητρώο, όσο αυτή μπορεί να επαληθευθεί εμπειρικά : αν εξαιρέσουμε τις δικηγορικές εταιρείες[1] είναι σπάνιο κάποια οργάνωση για την οποία υπάρχουν τεκμήρια δραστηριότητας λόμπινγκ να μην είναι στο Μητρώο[2]. Το πρόβλημα για την αξιοποίηση του Μητρώου ως μέσου χαρτογράφησης των λόμπι σε επίπεδο ΕΕ είναι μάλλον το αντίθετο : ότι βασικά έχουμε μια πληθώρα οργανώσεων χωρίς τακτική και σταθερή εμπλοκή στις νομοπαρασκευαστικές διαδικασίες της ΕΕ που δηλώνονται στο Μητρώο είτε για λόγους «διαφήμισης» προς κάθε ενδιαφερόμενο (εθνικές δημόσιες αρχές, χρηματοδότες, συνεργάτες κλπ.), είτε σε περίπτωση που κάποια στιγμή τους χρειαστεί για κάτι πολύ συγκεκριμένο και παροδικό. Για τους ίδιους λόγους ή για λόγους πλημμελούς κατανόησης του χαρακτήρα του Μητρώου, ορισμένες οργανώσεις «φουσκώνουν» τις δηλώσεις των ποσών που ξοδεύουν στο λόμπινγκ ή του προσωπικού που απασχολούν γι’αυτό. Έτσι εξηγείται για παράδειγμα το γεγονός ότι η βραζιλιάνικη εταιρεία Veracel Celulose SA με έδρα τη Bahia που έχει κύκλο εργασιών περίπου 210€ εκ. φαίνεται να δηλώνει ετήσια έξοδα λόμπινγκ στην ΕΕ πάνω από 10€ το χρόνο, ποσό που τη φέρνει στη δεύτερη θέση όλων των οργανώσεων από άποψη προϋπολογισμού λόμπινγκ, πάνω και από εταιρείες που έχουν χιλιαπλάσιο κύκλο εργασιών όπως η Microsoft (210€ δισ. ). O προϋπολογισμός λόμπινγκ της Veracel Celulose φαίνεται ακόμα πιο παράλογος όταν βλέπουμε ότι είχε μόνο μία και μοναδική συνάντηση με την Επιτροπή μέσα σε δέκα χρόνια, όταν οι εταιρείες όπως η Microsoft ή η Meta που ξοδεύουν 7 ή 9€ εκ. είχαν 207 και 227 συναντήσεις αντιστοίχως.
Τα στοιχεία αυτά από το Μητρώο και τη βάση δεδομένων με τις συναντήσεις των επικεφαλής της Επιτροπής συγκεντρώνονται με λογισμικά τεχνολογίες data-mining και παρουσιάζονται σε συγκριτική μορφή σε ιστότοπους όπως το LobbyFacts που έχουν δημιουργήσει οι ΜΚΟ Corporate Europe Observatory και LobbyControl και το IntegrityWatch που έχει δημιουργήσει η ΜΚΟ Transparency International.
H τελευταία έχει κάνει πολύ σημαντική δουλειά πάνω στο φιλτράρισμα των καταχωρήσεων στο Μητρώο με σκοπό την καταμέτρηση των ενεργών λόμπι και λομπιστών. Μια δουλειά που δε μπορούσε να κάνει η γενική γραμματεία της Επιτροπής που ήταν η κατεξοχήν υπεύθυνη για το Μητρώο Διαφάνειας μέχρι το Qatargate[3], λόγω έλλειψης προσωπικού. Μέχρι τότε δε γινόταν κανένα προληπτικός έλεγχος καταχωρήσεων. Έλεγχοι γίνονταν μόνο κατόπιν εμπεριστατωμένων καταγγελιών. Μόλις το 2023-2024, και μετά τη συγκρότηση μια διοργανικής γραμματείας του Μητρώου και της ενίσχυσης της με προσωπικό, ως αντίδραση στο Qatargate άρχισαν να γίνονται προληπτικοί έλεγχοι. Όπως μας δείχνει η περίπτωση της καταχώρησης της Veracel Celulose το Μάιο του 2024, οι έλεγχοι αυτοί δεν είναι διεξοδικοί. H δουλειά που έχει κάνει η Transparency International είναι να φιλτράρει τις καταχωρήσεις στο Μητρώο με βάση κριτήρια που αντικειμενικοποιούν την τακτική επαφή με τους θεσμούς της ΕΕ. Τα κριτήρια που χρησιμοποίησε είναι η ύπαρξη μίας τουλάχιστον μόνιμης κάρτας εισόδου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ) ή μίας συνάντησης ετησίως που να έχει δηλωθεί από κάποιον Γενικό Διευθυντή, Επίτροπο ή το γραφείο του. Με βάση τα στοιχεία στο Integrity Watch που επικαιροποιούνται διαρκώς, το 2016 περίπου 5 χιλιάδες από τις 9.860 που πληρούσαν αυτά τα κριτήρια και απασχολούσαν 26.480 λομπίστες. Είναι τεχνικά δύσκολο ο αριθμός των απασχολούμενων στα λόμπι που πληρούν τα συγκεκριμένα κριτήρια να επικαιροποιείται αυτόματα, αλλά με δεδομένο ότι αριθμός αυτών των οργανώσεων δεν έχει αυξηθεί από το 2016[4], μπορούμε να μείνουμε κατά προσέγγιση σε αυτό τον αριθμό. Σύμφωνα με το Lobby Facts, 3.434 οργανώσεις δηλώνουν γραφεία στις Βρυξέλλες. Οπότε, μπορούμε να πούμε ότι κατά προσέγγιση περί τους 18.000 λομπίστες είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στην πόλη.
Το παρακάτω γράφημα δείχνει τη διαφορά ανάμεσα στο συνολικό αριθμό λομπιστών που δηλωνόταν στο Μητρώο το 2016 και τον αριθμό εκείνων των οποίων μπορεί να επαληθευθεί η τακτική παρουσία. Η δεύτερη εικόνα παρουσιάζει τις τρεις «ταχύτητες» λομπιστών που υπάρχουν σύμφωνα με την Transparency International.
[1] Μόνο 70 από τις περίπου 110 είναι στο Μητρώο [ALTER-EU, Lobbying Law Firms – Unfinished Business, May 2016 https://www.alter-eu.org/sites/default/files/documents/Lawfirmsstudy31052016_0.pdf ]
[2] Τα προβλήματα εντοπίζονται περισσότερο στη μη κάλυψη ορισμένων δραστηριοτήτων λόμπινγκ παρά στη μη κάλυψη οργανώσεων [European Court of Auditors Special report 05/2024 : EU Transparency Register]
[3] Louis Colart, Joël Matriche, QatarGate, HarperCollins, Bruxelles, 2024
[4] Το 2016 ήταν καταχωρημένες 9,860 οργανώσεις που δήλωναν 91.251 λομπίστες. Το 2024 ήταν καταχωρημένες 12 626 οργανώσεις που δήλωναν περίπου 110 000 λομπίστες. Ωστόσο, ο αριθμός των οργανώσεων που μπορούμε να δούμε στο Integrity Watch ότι πληρούν τα κριτήρια της τουλάχιστον μίας συνάντησης με την Επιτροπή ή μία κάρτας εισόδου στο ΕΚ παραμένει στις περίπου 5 000 οργανώσεις.