Η απάντηση στις προσκλήσεις υποβολής στοιχείων και τις νομοθετικές διαβουλεύσεις που δημοσιεύει η Επιτροπή είναι φαινομενικά ο πιο απλός τρόπος να κάνει κανείς λόμπινγκ. Οι προϋποθέσεις όμως για να ληφθεί σοβαρά από την Επιτροπή αυτή η απάντηση είναι πολλές.
Καταρχάς, πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο είδος διαβούλευσης. Στο πρώτο, τα πράγματα είναι ακόμα ανοιχτά αν και τα στελέχη της Επιτροπής έχουν ήδη σχηματίσει μια ιδέα του βασικού τρόπου δράσης που προτείνουν. Αυτό που χρειάζονται είναι δεδομένα και στατιστικά για να στηρίξουν τον τρόπο δράσης που προτείνουν αλλά και να τον κάνουν πιο συγκεκριμένο και λεπτομερειακό. Στο δεύτερο είδος διαβούλευσης, η Επιτροπή καλεί συνήθως την «κοινωνία των πολιτών» – με την ευρεία έννοια – να επιλέξει ανάμεσα στις δύο ή τρεις διαφορετικές επιλογές στις οποίες έχει καταλήξει ανά προτεινόμενη ενότητα. Οι πιθανότητες να υιοθετηθεί κάποιο μέτρο που δεν ήταν ανάμεσα στις επιλογές που δόθηκαν από την Επιτροπή κατά τη νομοθετική διαβούλευση είναι ιδιαίτερα μικρές. Σε αυτό το στάδιο λοιπόν η στήριξη του προτιμότερου σεναρίου ή του μικρότερου κακού είναι η πιο ενδεδειγμένη τακτική.
Και στις δύο φάσεις, η Επιτροπή δίνει περισσότερο βάρος στα ποσοτικά παρά στα ποιοτικά στοιχεία που υποβάλλονται. Η ποσοτικοποίηση των επιχειρημάτων είναι λοιπόν κάτι που τα ισχυροποιεί. Κατά την πρόσκληση επιβολής στοιχείων υπάρχει ακόμα περιθώριο αναθεώρησης κάποιας κατεύθυνσης αν παρουσιαστούν ποσοτικοποιημένα στοιχεία που θέτουν υπό αίρεση της αρχική ανάγνωση της κατάστασης από την Επιτροπή. Κατά τη νομοθετική διαβούλευσης, αλλά και αργότερα τυχόν αντιφάσεις που υπάρχουν στις προτάσεις της επιτροπής και στην αιτιολόγησή τους αξιοποιούνται από τα λόμπι για να σπρώξουν προς την επιθυμητή γι’ αυτά κατεύθυνση.
Οι ομάδες συμφερόντων που είναι αρκετά καλά εγκαθιδρυμένες στο πεδίο καταφέρνουν συνήθως να συναντήσουν τους deks officers της Επιτροπής που είναι υπεύθυνοι για τη σύνταξη της νομοθετικής πρότασης προτού υποβάλουν τις απαντήσεις σε κάθε μια από τις δυο παραπάνω φάσεις διαβούλευσης. Έτσι έχουν την ευκαιρία να κατανοήσουν καλύτερα τις ανάγκες τους και άρα ποιο είδος στοιχείων και σε τι μορφή μπορεί να επηρεάσει πιο αποτελεσματικά την κατεύθυνση της δουλειάς τους.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Κατά τη διαβούλευση του 2010-2011 για την αναθεώρηση της Οδηγίας για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID), δύο καλά εγκαθιδρυμένες οργανώσεις, η FESE που εκπροσωπεί τα χρηματιστήρια και η AFME που εκπροσωπεί τις τράπεζες συναντήθηκαν με τα στελέχη της επιτροπή που δούλευαν πάνω στη νομοθετική πρόταση πριν και μετά από κάθε στάδιο δημόσιας διαβούλευσης. Η επιτροπή έπρεπε να αποφασίσει σε ποιο βαθμό θα κάνει υποχρεωτική τη δημοσίευση πληροφοριών για όλες τις συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα (τιμή, ποσότητα τίτλων κα.) και τι εύρος εξαιρέσεων θα υπάρχει από μια τέτοια υποχρέωση. Βασικό κριτήριο ήταν το να γνωρίζει το ποσοστό των αδιαφανών συναλλαγών ώστε να αποφασίσει το είδους της νομοθετικής παρέμβασης με βάση και την αρχή της αναλογικότητας. Η FESE και η ΑFME παρείχαν κι οι δύο ποσοτικά στοιχεία. Η πρώτη υπολόγισε τις αδιαφανές συναλλαγές στο 36% των συνολικών για να επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας αυστηρής νομικής υποχρέωσης με περιορισμένες εξαιρέσεις. Η δεύτερη τις υπολόγισε στο 16% για να επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας ευέλικτης υποχρέωσης που να αφορά ένα μικρό μόνο μέρος των συναλλαγών αυτών.
Λόγω της απουσίας στοιχείων για τις αδιαφανείς συναλλαγές από πλευράς δημοσίων αρχών, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να συνεχίσει το διάλογο με τα δύο παραπάνω λόμπι ως προς το ποια στοιχεία ήταν πιο αξιόπιστα, πριν τελικά αποφασίσει το μέτρο που συμπεριέλαβε στη νομοθετική της πρόταση. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν μένα παράδειγμα επιτυχούς συμμετοχής στις διαβουλεύσεις κι από τις δύο αυτές οργανώσεις αφού καταφέρνουν να κερδίσουν την προσοχή της Επιτροπής και την κάνουν να τους απευθύνει και περαιτέρω ερωτήματα. Η μονοπώληση κάποιων στατιστικών ή άλλων στοιχείων από κάποιες ομάδες συμφερόντων είναι πρώτης τάξης εφόδιο στις καμπάνιες λόμπινγκ.
Αντίθετα απαντήσεις σε διαβούλευση, όπως η παρακάτω από ιδιοκτήτη καντίνας που παρασκευάζει πατάτες τηγανιτές στις Βρυξέλλες, έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες να έχουν αντίκτυπο:
Ένας γενικού χαρακτήρα συντονισμός της κάθε οργάνωσης με τους συμμάχους της πριν την υποβολή απάντησης σε κάποια διαβούλευση μπορεί να βοηθήσει. Δεν είναι όμως πάντα εφικτός στα στενά χρονικά όρια ανάμεσα στην ανακοίνωση της διαβούλευσης και την καταληκτική της ημερομηνία. Η συμφωνία σε κάθε λεπτομέρεια δεν είναι το ζητούμενο στη φάση αυτή, αφού και τα στελέχη της Επιτροπής που δουλεύουν πάνω στην πρόταση επιδιώκουν να συλλέξουν στοιχεία και απόψεις από διαφορετικές οπτικές γωνίες που μπορούν να χρησιμοποιήσουν και στις εσωτερικές τους συζητήσεις με τους ιεραρχικά ανωτέρους τους αλλά και τις άλλες Γενικές Διευθύνσεις που έχουν δικαίωμα επανεξέτασης (droit de regard).
Συχνά, ΜΚΟ χρησιμοποιούν τις διαβουλεύσεις αυτές ως petitions και καλούν τα μέλη τους να στείλουν εκατοντάδες έως και χιλιάδες πανομοιότυπες απαντήσεις. Αν και υπό ορισμένες συνθήκες, η πίεση αυτού του τύπου μπορεί να παίξει ρόλο σε συνδυασμό και με άλλες τακτικές, σίγουρα δεν επηρεάζει ούτε το μέτρημα που κάνει η Επιτροπή υπέρ ή κατά του τάδε ή δείνα μέτρου, ούτε το συσχετισμό ανάμεσα στα διαφορετικά ήδη οργανώσεων, καθότι η Επιτροπή μετράει χώρια τις πανομοιότυπες απαντήσεις παραμερίζοντας της.