Η Συνθήκη της Ρώμης, ιδρυτική Συνθήκη της ΕΟΚ, προέβλεπε τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ), ενός συμβουλευτικού σώματος αποτελούμενου από εκπροσώπους των εργοδοτών, των εργαζομένων κι ενός «τρίτου τομέα» (αγρότες, ελεύθεροι επαγγελματίες, κοινωνία των πολιτών). Η δημιουργία του οργανισμού αυτού το 1958 ακολουθούσε το γαλλικό μοντέλο εκπροσώπησης συμφερόντων που δομούταν γύρω από μια κεντρική συμβουλευτική επιτροπή που λειτουργούσε υπό την αιγίδα του κράτους (τo Εθνικό Οικονομικό Συμβούλιο που ιδρύθηκε το 1925).
Στο πλαίσιο αυτό, την ίδια αυτή χρονιά του 1958, ιδρύθηκε και η UNICE, η Ένωση Συνομοσπονδιών Βιομηχανιών κι Εργοδοτών Ευρώπης (Union des confédérations des industries et des employeurs d’Europe), η πρώτη εργοδοτική οργάνωση σε επίπεδο των έξι τότε κρατών μελών[1]. Η οργάνωση που θα έπαιζε το ρόλο του «κοινωνικού εταίρου» της UNICE άργησε να δημιουργηθεί. Η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUC) δημιουργήθηκε μόλις το 1973.
Αντίθετα με το πνεύμα του κειμένου της Συνθήκης της Ρώμης, το γαλλικό μοντέλο εκπροσώπησης συμφερόντων δε θα αναπαραγόταν σε επίπεδο ΕΟΚ/ΕΕ. Ακόμα λιγότερο θα αναπαραγόταν το «νέο-κορπορατίστικο» μοντέλο της Ομοσπονδιακής Γερμανίας με τις διμερείς ή τριμερείς διαπραγματεύσεις σε όλα τα επίπεδα αποφάσεων (από τα Betriebsräte σε επίπεδο επιχείρησης μέχρι την ισότιμη συμμετοχή συνδικάτων και εργοδοτών σε κρατικές επιτροπές που σχεδίαζαν πολιτικές σε ομοσπονδιακό επίπεδο). Η χρονική απόσταση μεταξύ της δημιουργίας της εργοδοτικής και της δημιουργίας της συνδικαλιστικής οργάνωσης σε επίπεδο ΕΟΚ ήταν συμπωματική της εξέλιξης αυτής. Πάνω από μια δεκαετία πριν τη δημιουργία της ETUC είχαμε της δημιουργία του BEUC, του Ευρωπαϊκού Γραφείου Ενώσεων Καταναλωτών (Bureau européen des unions des consommateurs), τα μέλη του οποίου δεν είχαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ΕΟΚΕ. H UNICE (μετονομασμένη πλέον σε Businesseurope και το BEUC παραμένουν σημαντικές οργανώσεις – όχι αναγκαστικά οι σημαντικότερες – όχι στο πλαίσιο ενός συστήματος εκπροσώπησης που δομείται γύρω από ένα κεντρικό σώμα διαβούλευσης, αλλά στο πλαίσιο ενός «πλουραλιστικού» μοντέλου, στο οποίο «χίλια λουλούδια αφήνονται να ανθίσουν».
Από τη δημιουργία της μέχρι σήμερα, η ΕΟΚΕ έμεινε πάντα στο περιθώριο της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας. Oι συν-νομοθέτες (Συμβούλιο της ΕΕ και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) δεν έδωσαν ποτέ ιδιαίτερο βάρος στις γνωματεύσεις της. Αντίθετα η συμμετοχή των πιο ενεργών οργανώσεων εκπροσώπησης συμφερόντων (λόμπι) στις διαβουλεύσεις που οργανώνει κυρίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ) και το Συμβούλιο της ΕΕ, παίζει καίριο ρόλο στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. H Businesseurope και το BEUC ασκούν σημαντική επιρροή και αποτελούν όχι απλά τακτικούς αλλά δομικούς συμβούλους των θεσμών της ΕΕ. Αυτό όμως δε το κάνουν ως επίσημοι «κοινωνικοί εταίροι» ή λόγω κάποιου προνομιακού ρόλου που τους έχει δοθεί ρητώς από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Το κάνουν ως δύο οργανώσεις που συγκαταλέγονται στην εκατοντάδα των πιο πετυχημένων ιστορικά οργανώσεων και στο 4% των πλουσιότερων οργανώσεων από άποψη ετήσιου προϋπολογισμού. Με άλλα λόγια, το κάνουν γιατί έχουν καταφέρει να διακριθούν μέσα στον ανταγωνισμό με μια πληθώρα άλλων οργανώσεων. Το επίδικο του ανταγωνισμού αυτού είναι ποιες οργανώσεις θα θεωρηθούν οι πιο αξιόπιστοι και αποτελεσματικοί συνεργάτες των θεσμών της ΕΕ. Το κύρος του BEUC και της Businesseurope δεν είναι, λοιπόν, ούτε εγγυημένα, ούτε δεδομένα στο διηνεκές. Αν σταματήσουν να είναι ενεργές και να αφιερώνουν πόρους που τις καθιστούν χρήσιμες για τους θεσμούς της ΕΕ, τότε θα το χάσουν από άλλες ανταγωνιστικές οργανώσεις που θα έρθουν να τις αντικαταστήσουν στη λίστα των πιο πετυχημένων οργανώσεων.
Στο έργο του «Lobbyists and Bureaucrats in Brussels» (2017), ο κοινωνιολόγος Sylvain Laurens έχει δείξει πώς από τη δεκαετία του 1960, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημιούργησε μία στενή σχέση όχι μόνο με την UNICE αλλά και με μια σειρά κλαδικών ευρωπαϊκών εργοδοτικών ενώσεων, των οποίων συχνά χρηματοδότησε τα πρώτα βήματα. Η σχέση αυτή δημιουργήθηκε πάνω στη βάση του κοινού συμφέροντος της Επιτροπής και των ανερχόμενων πολυεθνικών εταιρειών να παρακάμπτουν τις εθνικές κρατικές αρχές, όσο αφορά τη συλλογή και επεξεργασία οικονομικών δεδομένων που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την προώθηση της εμβάθυνσης της Κοινής Αγοράς και μετέπειτα της Ενιαίας Αγοράς.
Οι αμερικανικές πολυεθνικές που έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στη μεταπολεμική οικονομία της Ευρώπης ήταν παρούσες σε όλες σχεδόν τις κλαδικές αυτές ομοσπονδίες, φέρνοντας μαζί τους και την πολιτική κουλτούρα τους. Την κουλτούρα, δηλαδή, της ανεμπόδιστης «ελευθερίας» της προσπάθειας τους να προσεγγίζουν και να πείθουν τους δημόσιους αξιωματούχους, χωρίς να περιορίζονται από κανόνες αντιπροσωπευτικότητας συγκεκριμένων ομάδων ή από επίσημες κρατικές κατηγοριοποιήσεις και πρωτόκολλα (όπως πχ. το αν είναι μέλη συγκεκριμένων συμβουλευτικών σωμάτων ή το αν τους αναγνωρίζονται ρητά συγκεκριμένοι ρόλοι από τις δημόσιες αρχές με βάση συγκεκριμένους νόμους).
Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα, όλες οι οργανώσεις εκπροσώπησης συμφερόντων (λόμπι) ήταν πάντα ευπρόσδεκτες από τους θεσμούς της ΕΕ να έρθουν να ανοίξουν τα γραφεία τους στις Βρυξέλλες, να συμμετέχουν στις διαδικασίες διαλόγου που οργανώνουν οι θεσμοί (συνέδρια, συμβουλευτικές ομάδες, γραπτές διαβουλεύσεις κλπ.) αλλά και να οργανώσουν τις δικές τους εκδηλώσεις προσκαλώντας τους εκπροσώπους των θεσμών (συνέδρια, σεμινάρια, επισκέψεις πραγματογνωμοσύνης κα.).
Από τη δεκαετία του 1970, η πλουραλιστική αυτή προσέγγιση της εκπροσώπησης συμφερόντων εκ μέρους των θεσμών της ΕΕ άρχισε να αφήνει το αποτύπωμά της και στη χωροταξική διαμόρφωση αυτού που άρχισε να γίνεται η «Ευρωπαϊκή γειτονιά» των Βρυξελλών, δηλαδή το τετραγωνικό χιλιόμετρο από το οποίο κυβερνάται σήμερα το μεγαλύτερο κομμάτι της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Οι τρεις παρακάτω χάρτες της «ευρωπαϊκής γειτονιάς» των Βρυξελλών προέρχονται από ένα κοινό επιστημονικό άρθρο του Sylvain Laurens μαζί με δύο γεωγράφους[2]. Τα κτίρια με το γκρι χρώμα είναι τα κτίρια των θεσμών και οι μαύρες βούλες αντιπροσωπεύουν το πλήθος των γραφείων λόμπι. Παίρνοντας ως έτη αναφοράς το 1973, το 1991 και το 2010, οι χάρτες αυτοί μας βοηθούν να παρατηρήσουμε πώς τα κτίρια που στεγάζουν τους θεσμούς και οργανισμούς της ΕΕ πολλαπλασιάστηκαν παράλληλα με τα κτίρια που στεγάζουν οργανώσεις εκπροσώπησης συμφερόντων.
Στον επόμενο χάρτη που προέρχεται από τη διδακτορική διατριβή του πολιτικού κοινωνιολόγου Γιώργου Βασσάλου[3], βλέπουμε τους θεσμούς και τις ομάδες συμφερόντων που ασχολούνταν το 2017 με τις διαδικασίες συγγραφής, διαπραγμάτευσης και εφαρμογής της νομοθεσίας που αφορά αποκλειστικά στη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Η «Λευκή Βίβλος για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση» του 2001 ήρθε να επικυρώσει θεσμικά το πλουραλιστικό μοντέλο εκπροσώπησης συμφερόντων που είχε ήδη επικρατήσει στην πράξη. Του έδωσε μάλιστα επιπλέον νομιμοποίηση προβάλλοντας το ως ένα είδος «συμμετοχικής δημοκρατίας» που ερχόταν να εξισορροπήσει το έλλειμα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας της ΕΕ[4].
Με το Πρωτόκολλο για την Επικουρικότητα και την Αναλογικότητα που επισυνάφθηκε στις Συνθήκες της ΕΕ στη Διακυβερνητική Διάσκεψη του Άμστερνταμ (1997), είχε ήδη θεσμοθετηθεί η υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να οργανώνει διαβουλεύσεις κατά την κατάρτιση κάθε νομοθετικής πρότασης της, αλλά και να συντάσσει μία έκθεση «εκτίμησης των δημοσιονομικών επιπτώσεων» κάθε νομοθετικής πρότασης. Η έκθεση αυτή οφείλει να αναλύει το «το τυχόν οικονομικό ή διοικητικό βάρος που βαρύνει» όχι μόνο τις δημόσιες αρχές αλλά και «τους οικονομικούς φορείς». Η εκτίμηση του οικονομικού και διοικητικού βάρους πρέπει να στηρίζεται «σε ποιοτικούς και, οσάκις είναι δυνατόν, σε ποσοτικούς δείκτες» και να αποδεικνύει ότι το βάρος αυτό δεν είναι δυσανάλογο σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Η διαδικασία αυτή υποχρεωτικού ελέγχου της αναλογικότητας του οικονομικού κόστους κάθε προτεινόμενης ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τις ιδιωτικές εταιρείες έγινε το βασικό κανάλι συμμετοχής των εταιρικών λόμπι στην κατάρτιση της νομοθεσίας αυτής. Η συμμετοχή τους έγινε απαραίτητη για τους ίδιους τους υπαλλήλους της Επιτροπής (desk officers), οι οποίοι έχουν πλέον την υποχρέωση (όχι απλά το δικαίωμα) να συλλέξουν ποσοτικούς δείκτες από τις εταιρείες για το προσδοκώμενο κόστος της νομοθεσίας γι’ αυτές. To Πρωτόκολλο αυτό προέκυψε μέσα από εκστρατεία λόμπινγκ γνωστών πολυεθνικών εταιρειών. Η δόμηση της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας με βάση τη λογική αυτή ενισχύθηκε και μέσω των «Διοργανικών Συμφωνιών για τη Βελτίωση του Νομοθετικού Έργου» του 2003 και του 2016.