Επιλογή Σελίδας

Μέθοδοι Αξιολόγησης της Επιρροής μέσω του Λόμπινγκ στην Ε.Ε.

Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ασκείται επιρροή στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί κρίσιμο ζήτημα τόσο για την ακαδημαϊκή έρευνα όσο και για τους ίδιους τους θεσμούς. Η πολυπλοκότητα της ευρωπαϊκής νομοθετικής διαδικασίας, η τεχνικότητα των προτάσεων πολιτικής και η κυρίαρχη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο στάδιο της πρωτοβουλίας δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου η παροχή πληροφοριών και η δυνατότητα τεχνικής τεκμηρίωσης παίζουν καθοριστικό ρόλο.

Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν αναπτυχθεί δύο κύριες μεθοδολογικές προσεγγίσεις για την αποτίμηση της επιρροής των ομάδων συμφερόντων:

  1. Ποσοτικές μέθοδοι, με κυριότερη την προσέγγιση της Heike Klüver (2013).
  2. Ποιοτικές μέθοδοι, όπως η ανάλυση μετατοπίσεων θέσεων (Vassalos, 2020).

Κάθε προσέγγιση εξετάζει διαφορετικές διαστάσεις της επιρροής και οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα. Η παρούσα ανάλυση παρουσιάζει συστηματικά τα εργαλεία μέτρησης της επιρροής και τα συνδυάζει με συγκεκριμένα εμπειρικά παραδείγματα, όπως αυτά της χρηματοπιστωτικής ρύθμισης και των ψηφιακών πλατφορμών εργασίας.

Η ποσοτική προσέγγιση

Η Heike Klüver[1] προτείνει έναν εννοιολογικό και μεθοδολογικό τρόπο μέτρησης της επιρροής που βασίζεται σε δύο βασικούς άξονες:

α) Wordfish: Χαρτογράφηση θέσεων μέσω ανάλυσης κειμένου

Η μέθοδος wordfish ποσοτικοποιεί τις θέσεις διαφορετικών φορέων (εταιρειών, ενώσεων, θεσμών) με βάση:

  • τη συχνότητα συγκεκριμένων λέξεων στα κείμενα διαβουλεύσεων,
  • την απόσταση ανάμεσα στις θέσεις των δρώντων σε σχέση με τις θέσεις των θεσμών,
  • τις μεταβολές στις θέσεις των θεσμών μετά τη διαβούλευση.

Η Klüver χρησιμοποιεί λέξεις-κλειδιά (keywords) για να προσδιορίσει την ιδεολογική και πολιτική θεση κάθε δρώντα και στη συνέχεια υπολογίζει αν και κατά πόσο οι θέσεις των θεσμών μετατοπίστηκαν προς τις θέσεις αυτών των οργανώσεων

.

β) Information supply: Ο ρόλος της παροχής πληροφοριών

Η Klüver υποστηρίζει ότι η επιρροή ενός φορέα είναι συνάρτηση του όγκου και της ποιότητας των πληροφοριών που παρέχει στα θεσμικά όργανα κατά το στάδιο της διαβούλευσης.
Κατά την προσέγγισή της:

  • οι φορείς που διαθέτουν περισσότερα δεδομένα και τεχνικές αναλύσεις έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να επηρεάσουν,
  • το είδος του δρώντα (εταιρεία, ομοσπονδία, ΜΚΟ) δεν επηρεάζει άμεσα την πιθανότητα επιρροής.

Η Klüver εξετάζει περιπτώσεις όπως:

  • τη ρύθμιση εκπομπών από οχήματα,
  • την απόσταση θέσεων εταιρειών έναντι ομοσπονδιών,
  • τη μετατόπιση θέσεων θεσμών λόγω input στη διαβούλευση.

Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει συστηματική προκατάληψη υπέρ των συγκεντρωμένων οικονομικών συμφερόντων, εφόσον όλοι οι τύποι δρώντων μπορούν να επηρεάσουν τη διαδικασία όταν παρέχουν μεγάλο όγκο πληροφοριών.

Η ποιοτική προσέγγιση

Στη διδακτορική του διατριβή, ο Γιώργος Βασσάλος[2] εστιάζει στη μελέτη συγκεκριμένων νομοθετημάτων (case-based analysis).

Η μέθοδός του βασίζεται σε:

α) παρακολούθηση της ακριβούς μετατόπισης θέσεων στο νομοθετικό κείμενο

β) ανάλυση συσχετισμού δυνάμεων σε κάθε στάδιο της διαδικασίας,

γ) αξιολόγηση του ποιος φορέας παρείχε ποια επιχειρήματα και πότε,

δ) κατανόηση της θεσμικής διαδρομής μιας πρότασης και του ποιος είχε πρόσβαση στα κρίσιμα σημεία λήψης αποφάσεων.

Η ποιοτική μέθοδος έχει σημαντικά πλεονεκτήματα:

  • εξετάζει σε βάθος κάθε πολιτικό ζήτημα,
  • αναγνωρίζει την ανισότητα πόρων,
  • μπορεί να εξηγήσει γιατί σε κάποιες θεματικές (όπως η MiFID II) υπερισχύουν οι εταιρικοί δρώντες,
  • ενώ σε άλλες (όπως οι ψηφιακές πλατφόρμες εργασίας) επιτυγχάνουν μετατοπίσεις τα συνδικάτα.

Σε αντίθεση με την Klüver, ο Βασσάλος δείχνει ότι οι πόροι δεν είναι ποτέ ίσοι — και ότι οι συγκεντρωμένοι δρώντες έχουν σχεδόν πάντα περισσότερα μέσα επιρροής.

 

 

[1] Heike Klüve. Lobbying in the European Union: Interest Groups, Lobbying Coalitions, and Policy Change. Oxford: Oxford University Press, 2013.

[2] Yiorgos Vassalos, L’Europe de la finance – Enquête sur la production de la régulation financière européenne (le cas de MiFID 2, 2009-2017), Thèse soutennue à l’Université de Strasbourg le 2 octobre 2020