Παραγωγή και διάδοση εξειδικευμένης γνώσης

Ο τεχνικός χαρακτήρας της διακυβέρνησης της ΕΕ και οι ανάγκη των θεσμών για στοιχεία, νούμερα και στατιστικά[1] καθιστούν την παραγωγή μελετών ως μια νευραλγική δραστηριότητα των λόμπι.

Η CEFIC, για παράδειγμα, είναι η μεγαλύτερη οργάνωση σε προσωπικό μεταξύ άλλων και γιατί απασχολεί σειρά διδακτόρων στην τοξικολογία[2]. Μια ματιά στο οργανόγραμμα της αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι διαθέτει επιστήμονες με υψηλή ειδίκευση σε συγκεκριμένους υπό-κλάδους της χημείας (πετροχημικά, αλογόνα, ρητίνες  κλπ.). Οι μεγαλύτερες εταιρείες – μέλη της έχουν δημιουργήσει και την ECETOC μια οργάνωση πou έχει ως αποκλειστικό καθήκον της την παραγωγή μελετών,  η οποία συστεγάζεται με τη CEFIC και της οποίας τις μελέτες χρησιμοποιεί η CEFIC στο λόμπινγκ της[3]. Η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA) μετά την έγκριση της νομοθεσίας REACH καθιέρωσε την έγκριση ασφάλειας κάθε νέου χημικού προϊόντος με βάση την εξέταση μελετών που γίνονται από τη χημική βιομηχανία. Όλη λοιπόν η θεσμική συζήτηση και το λόμπινγκ γύρω από αυτά τα θέματα αυτά γίνεται σε σχέση με τη μεθοδολογία και την ερμηνεία των διάφορων στοιχείων που παρουσιάζονται στις μελέτες της βιομηχανίας.

Στην παρακάτω εικόνα, βλέπουμε ένα παράδειγμα από κείμενο θέσεων (position paper) της Eurochlor, μιας θεματικής ομάδας της CEFIC, που υποστηρίζει ότι o μεταλλικός υδράργυρος που χρησιμοποιείται στην παρασκευή καυστικής σόδας, χλωρίνης, λαμπών, μπαταριών κα., προκαλεί μεν άσθμα αλλά δεν είναι η μόνη αιτία στου άσθματος.  Είναι ιδιαίτερα σύνηθες, τα βιομηχανικά λόμπι να παράγουν μελέτες που τονίζουν συμβολή των άλλων αιτιών διαφόρων ασθενειών με σκοπό να σχετικοποιήσουν τη συμβολή των προϊόντων τους και να αποφύγουν ή να καθυστερήσουν κάθε νομοθεσία που θα επιβάλει περιορισμούς.

 

[1] Όπως έδειξε ο ανθρωπολόγος James Scott, η ποσοτικοποίηση είναι συνυφασμένη με την ανάδυση του Κράτους από την αρχαιότητα (Against the Grain: A Deep History of the Earliest States. Yale University Press, 2017). Ο Νεοφιλελευθερισμός ωστόσο με τη θετικιστική λογική του απολυτοποίησε την «εκλογίκευση» όλων των «κοινωνικών προβλημάτων» μέσω της στατιστικής (Dèsrosières Alain, Prouver et gouverner. Una analyse politique des statistiques publiques, Paris, La Découverte, 2014). Δείτε επίσης: William Davies, The Limits of Neoliberalism: Authority, Sovereignty and the Logic of Competition, SAGE, 2014 και Michel Foucault, « Il faut défendre la société », Cours au Collège de France (1975-1976)

[2] Laurens, Sylvain. « Au-delà du lobbying : réflexions sur l’appropriation privée du capital bureaucratique », Entreprises et histoire, vol. 104, no. 3, 2021, pp. 32-44.

[3] Δείτε για παράδειγμα τις παραπομπές σε μελέτες της ECETOC σε αυτή τη συμμετοχή της CEFIC σε διαβούλευση https://cefic.org/app/uploads/2022/04/Cefic-submission-on-REACH-revision-open-public-consultation.pdf

Ανάλογη είναι η κατάσταση με την τεράστια συζήτηση που γίνεται εδώ και δέκα περίπου χρόνια γύρω από τις επανεγκρίσεις της γλυφοσάτης βασικού συστατικού των φυτοφαρμάκων) από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Την παραγωγή των μελετών που χρησιμοποιεί η βιομηχανία συντονίζει το Glyphosate Renewal Group (GRG).

Πολύ συχνά, κομμάτι του προϋπολογισμού λόμπινγκ διαφόρων ομάδων συμφερόντων πάει στην παραγγελία μελετών ή και δημοσκοπήσεων σε εξωτερικούς συνεργάτες, των οποίων τα αποτελέσματα χρησιμοποιούνται μετά από τις εν λόγω ομάδες στο άμεσο λόμπινγκ τους.

Όπως και φαίνεται κι από τη λειτουργεία των expert groups και το προβληματικό ως προς αυτήν όνομά τους[1], οι θεσμοί της ΕΕ – υπό την επιρροή της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας – δυσκολεύονται να διακρίνουν ότι ο φορέας παραγωγής της γνώσης δε μπορεί να είναι αδιάφορος, καθότι η μεθοδολογία και τα ερμηνευτικά εργαλεία που επιλέγει δε μπορούν να διαχωριστούν από το οικονομικό συμφέρον που έχει δημιουργηθεί για να υπερασπίζεται. Έχουν την τάση να επικεντρώνονται στην «κατανάλωση» και αξιοποίηση των στοιχείων απ’ όπου κι αν προέρχονται, χωρίς να αξιολογούν με κάποιον συστηματικό τρόπο την προέλευση τους ή να προσπαθούν να οργανώσουν μια διαδικασία και μεθοδολογία ισορροπημένης συνεκτίμησης δεδομένων που έρχονται από διαφορετικές πλευρές.

 

[1] Πρόκειται περισσότερο για fora διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε οικονομικά και κρατικά συμφέροντα παρά για χώρους ανταλλαγής γνώσης.